- ψαθούρι
- το, Νείδος γλυκίσματος από μικρά κομμάτια λεπτής ζύμης, τα οποία, αφού τά τηγανίσουν σε καυτό λάδι, τά αλείφουν με ζάχαρη.[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. ψαθύριον «είδος εύθρυπτης πίτας» (< ψαθυρός). Στον τ. ψαθούρι, το -υ- εμφανίζει την αρχ. προφορά του ως /u/ = ου (πρβλ. κύτος: κυτίον: κουτί, μύσταξ: μουστάκι)].
Dictionary of Greek. 2013.